Κωνσταντίνος Νικ. Τσοβόλας Δικηγόρος Ποινικολόγος | Αθήνα Κ:6932198300

Άρθρο 370Α ΠΚ - Παράγραφος 2: Παραβίαση του απορρήτου προφορικής συνομιλίας και μη δημόσιων πράξεων

8/23/20251 λεπτά ανάγνωσης

silhouette of person holding smartphone
silhouette of person holding smartphone

Εισαγωγή

Η προστασία του προσωπικού απορρήτου και της ιδιωτικής ζωής αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο 370Α ΠΚ, όπως διαμορφώθηκε με τον Νόμο 4619/2019, προστατεύει ειδικότερα το απόρρητο των τηλεφωνικών επικοινωνιών και των προφορικών συνομιλιών. Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου αναφέρεται συγκεκριμένα στην παραβίαση του απορρήτου προφορικής συνομιλίας και την καταγραφή μη δημόσιων πράξεων, συνιστώντας ένα ιδιαίτερα σημαντικό νομικό πλαίσιο για την προστασία των πολιτών.

Κείμενο της διάταξης

Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών.

Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.

Αναλυτική ερμηνεία της διάταξης

Α. Αντικειμενική Υπόσταση του Εγκλήματος

Η παράγραφος 2 του άρθρου 370Α ΠΚ διακρίνει τρεις διαφορετικούς τρόπους τέλεσης του εγκλήματος:

1. Παρακολούθηση προφορικής συνομιλίας με ειδικά τεχνικά μέσα.

Η πρώτη εγκληματική συμπεριφορά αφορά στην παρακολούθηση προφορικής συνομιλίας μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια, με τη χρήση ειδικών τεχνικών μέσων.

Ειδικά τεχνικά μέσα: Υπό την έννοια αυτή εμπίπτουν όλες οι συσκευές που επιτρέπουν την εξ αποστάσεως παρακολούθηση συνομιλιών, όπως κρυφά μικρόφωνα, συσκευές κατασκοπείας, παραβολικά μικρόφωνα, λογισμικά παρακολούθησης κινητών τηλεφώνων και γενικότερα κάθε τεχνολογικό μέσο που επιτρέπει την καταγραφή φωνής χωρίς τη γνώση ή συναίνεση των συνομιλητών.

Συνομιλία μεταξύ τρίτων: Απαραίτητο στοιχείο είναι ότι ο δράστης δεν συμμετέχει στη συνομιλία. Εάν συμμετέχει, τότε εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου.

2. Αποτύπωση προφορικής συνομιλίας σε υλικό φορέα

Η δεύτερη συμπεριφορά αφορά στην αποτύπωση της προφορικής συνομιλίας σε οποιοδήποτε υλικό φορέα (μαγνητοφωνικές ταινίες, ψηφιακά αρχεία, κ.λπ.).

Υλικός φορέας: Κάθε μέσο στο οποίο μπορεί να αποθηκευτεί ήχος, είτε αναλογικό είτε ψηφιακό. Περιλαμβάνει μαγνητοφωνικές ταινίες, CD, DVD, υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, USB drives, cloud storage και κάθε άλλο μέσο αποθήκευσης δεδομένων.

3. Αποτύπωση μη δημόσιων πράξεων

Ο τρίτος τρόπος τέλεσης αφορά στην αποτύπωση μη δημόσιων πράξεων άλλου προσώπου. Αυτό αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική διάταξη για την προστασία της προσωπικής ζωής.

Β. Η έννοια των "μη δημόσιων πράξεων"

Οι μη δημόσιες πράξεις αποτελούν κεντρική έννοια της διάταξης και αφορούν σε κάθε ενέργεια ή συμπεριφορά που εκτελείται σε ιδιωτικό χώρο ή σε περιστάσεις που δεν επιτρέπουν την παρατήρηση από το ευρύ κοινό.

Κριτήρια προσδιορισμού:

Ο προσδιορισμός των μη δημόσιων πράξεων γίνεται με βάση τρία βασικά κριτήρια που συχνά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Το τοπικό κριτήριο αναφέρεται στο γεγονός ότι η πράξη λαμβάνει χώρα σε ιδιωτικό χώρο, όπως κατοικία, ιδιωτικό γραφείο, κλειστό όχημα ή ξενοδοχείο. Ωστόσο, μη δημόσια μπορεί να είναι και η πράξη, που τελείται σε δημόσιο χώρο. Εφόσον εκείνος που την τελεί, λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα προφύλαξης, που δείχνουν σαφώς την πρόθεση του να μην γίνει αντιληπτή από τρίτους.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων μέτρων προφύλαξης είναι η χαμηλόφωνη συνομιλία σε εστιατόριο, η συζήτηση σε απομακρυσμένη γωνία ενός δημόσιου χώρου, η συνομιλία με καλυμμένο στόμα ή χέρι για να μην επιτρέπεται η ανάγνωση χειλιών, ή ακόμη και η χρήση κωδικών και συμβόλων που καθιστούν δυσνόητο το περιεχόμενο της συνομιλίας. Αυτά τα μέτρα λειτουργούν ως αδιάσειστη ένδειξη ότι το πρόσωπο επιθυμεί να διατηρήσει τον ιδιωτικό χαρακτήρα της πράξης του, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε δημόσιο περιβάλλον.

Το χρονικό κριτήριο συμπληρώνει το τοπικό, καθώς η πράξη μπορεί να εκτελείται σε χρόνο που φυσικά δεν επιτρέπει την παρατήρηση από τρίτους, όπως σε ώρες που ο χώρος είναι άδειος ή κατά τη διάρκεια νυκτερινών ωρών. Το αποφασιστικό όμως κριτήριο παραμένει η εύλογη προσδοκία απορρήτου του προσώπου, δηλαδή η βάσιμη πεποίθησή του ότι η πράξη του δεν παρατηρείται ή δεν καταγράφεται από άλλους.

Παραδείγματα μη δημόσιων πράξεων:

Το φάσμα των μη δημόσιων πράξεων είναι ιδιαίτερα ευρύ και περιλαμβάνει προσωπικές στιγμές στο σπίτι, όπως οικογενειακές συναθροίσεις, προσωπική υγιεινή και φροντίδα, ερωτικές σχέσεις και στιγμές οικειότητας. Στον επαγγελματικό τομέα, μη δημόσιες θεωρούνται οι επαγγελματικές συναντήσεις σε κλειστούς χώρους, οι εμπιστευτικές συνομιλίες μεταξύ συνεργατών, καθώς και οι θρησκευτικές πράξεις σε ιδιωτικό χώρο. Ιδιαίτερη προστασία απολαμβάνουν οι ιατρικές εξετάσεις και οι συναντήσεις με ψυχολόγους ή συμβούλους, όπου το απόρρητο αποτελεί θεμελιώδη αρχή.

Στη σφαίρα των δημόσιων χώρων που αποκτούν ιδιωτικό χαρακτήρα λόγω των μέτρων προφύλαξης, συναντάμε περιπτώσεις όπως χαμηλόφωνες συνομιλίες σε καφετέριες όπου οι συνομιλητές προσπαθούν να μην ακουστούν, εμπιστευτικές επαγγελματικές συζητήσεις σε εστιατόρια με υποτονική φωνή, συνομιλίες σε απομονωμένες γωνίες πάρκων ή πλατειών, καθώς και προσωπικές τηλεφωνικές κλήσεις που γίνονται με τρόπο που περιορίζει την ακρόαση από περαστικούς.

Αντιδιαστολή με τις δημόσιες πράξεις:

Δημόσιες θεωρούνται οι πράξεις που εκτελούνται σε χώρους προσβάσιμους στο κοινό (δρόμους, πλατείες, παραλίες) και σε χρόνο που επιτρέπει την παρατήρηση από αόριστο αριθμό ατόμων. Για τις δημόσιες πράξεις δεν υφίσταται η προστασία του άρθρου 370Α παρ. 2 ΠΚ.

Γ. Υποκειμενική Υπόσταση - Η έννοια του "αθεμίτως"

Το επίρρημα αθεμίτως προσδιορίζει την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αναφέρεται τόσο στη δόλια όσο και στην αντικειμενική απαξία της πράξης.

Δόλος:

Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτεί την παρουσία δόλου, δηλαδή τη γνώση και θέληση του δράστη για την τέλεση της συγκεκριμένης πράξης. Ο δράστης πρέπει να έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι η συνομιλία που παρακολουθεί ή καταγράφει δεν έχει δημόσιο χαρακτήρα και ότι δεν κατέχει νομικό δικαίωμα παρακολούθησης. Ταυτόχρονα, πρέπει να αντιλαμβάνεται ότι η πράξη που αποτυπώνει σε υλικό φορέα είναι μη δημόσια και ότι το πρόσωπο που την τελεί έχει εύλογη προσδοκία ότι δεν παρατηρείται ή καταγράφεται.

Αντικειμενική απαξία:

Το επίρρημα "αθεμίτως" λειτουργεί ως φίλτρο που εξαιρεί από την ποινική προστασία περιπτώσεις όπου η πράξη, παρά την τυπική της συμμόρφωση με τα στοιχεία του εγκλήματος, δεν παρουσιάζει την απαραίτητη αντικειμενική απαξία. Η πράξη δεν χαρακτηρίζεται ως αθέμιτη όταν υπάρχει ρητή και ανεπιφύλακτη συναίνεση όλων των εμπλεκόμενων προσώπων, όταν εκτελείται κατ' εντολή αρμόδιας αρχής βάσει δικαστικής αποφάσεως ή άλλης νόμιμης εξουσιοδότησης, όταν συντρέχει πραγματική κατάσταση ανάγκης που δικαιολογεί την παρέμβαση, ή όταν ο δράστης ασκεί νόμιμο δικαίωμα του, όπως για παράδειγμα την προστασία της ιδιοκτησίας του.

Δ. Ποινικές Κυρώσεις

Η παραβίαση της διάταξης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών. Πρόκειται για βαρύ κακούργημα, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία που αποδίδει ο νομοθέτης στην προστασία του απορρήτου.

Ε. Ειδικές Περιπτώσεις

1. Καταγραφή της δικής του συνομιλίας

Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.

Αυτή η διάταξη καλύπτει την περίπτωση όπου ο δράστης συμμετέχει στη συνομιλία αλλά την καταγράφει χωρίς την έγκριση του συνομιλητή του. Απαιτείται ρητή συναίνεση, δηλαδή σαφής και κατηγορηματική έγκριση.

2. Επαγγελματική τέλεση

Όταν ο δράστης ενεργεί επαγγελματικά ή με σκοπό κέρδους, επιβάλλονται επιβαρυντικές κυρώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου.

Νομολογιακή προσέγγιση

Ο Άρειος Πάγος έχει διαμορφώσει πλούσια και σταθερή νομολογία σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 370Α ΠΚ, προσδιορίζοντας με σαφήνεια τα όρια της ποινικής προστασίας. Σε σειρά χαρακτηριστικών αποφάσεων, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η καταγραφή συνομιλίας σε εργασιακό περιβάλλον συνιστά παραβίαση του άρθρου όταν δεν συντρέχει νόμιμη δικαιολογία, ακόμη και αν ο εργοδότης επικαλείται λόγους ασφάλειας ή ελέγχου. Η νομολογία έχει επίσης καταστήσει σαφές ότι η τοποθέτηση κρυφών καμερών παρακολούθησης σε ιδιωτικούς χώρους, ανεξάρτητα από το κίνητρο του δράστη, συνιστά σοβαρή παραβίαση της διάταξης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η νομολογιακή προσέγγιση στις περιπτώσεις χρήσης σύγχρονων τεχνολογικών μέσων. Ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει ότι η χρήση εφαρμογών κατασκοπείας σε κινητά τηλέφωνα, η παρακολούθηση μέσω λογισμικών που εγκαθίστανται κρυφά σε υπολογιστές, καθώς και η χρήση προηγμένων συσκευών ηχογράφησης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου. Σημαντική είναι επίσης η διαπίστωση ότι η νομολογία προσεγγίζει με ιδιαίτερη αυστηρότητα τις περιπτώσεις όπου η παραβίαση τελείται από πρόσωπα που έχουν επαγγελματική σχέση εμπιστοσύνης με τα θύματα.

Πρακτικές συμβουλές για τους πολίτες

Προληπτικά μέτρα:

- Προσοχή στη χρήση εφαρμογών που ζητούν δικαιώματα πρόσβασης σε μικρόφωνο και κάμερα

- Έλεγχος των συσκευών για την παρουσία κρυφών εφαρμογών παρακολούθησης

- Προστασία των ιδιωτικών χώρων από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση

Σε περίπτωση παραβίασης:

- Άμεση καταγγελία στις αρχές

- Συλλογή αποδεικτικών στοιχείων

- Επικοινωνία με εξειδικευμένο δικηγόρο.

Επίλογος

Το άρθρο 370Α παρ. 2 ΠΚ αποτελεί ισχυρό εργαλείο προστασίας της προσωπικής ζωής και του απορρήτου των πολιτών. Η διάταξη προσαρμόζεται στις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και παρέχει ολοκληρωμένη προστασία έναντι παράνομων παρεμβάσεων στην ιδιωτική ζωή.

Η έννοια των "μη δημόσιων πράξεων" καλύπτει ευρύ φάσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων και συμπεριφορών που αξίζουν προστασία από αδικαιολόγητες παρεμβάσεις. Η αυστηρή ποινή της κάθειρξης μέχρι δέκα ετών υποδηλώνει τη βούληση του νομοθέτη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τέτοιες παραβιάσεις.

Για την πλήρη κατανόηση των νομικών συνεπειών και τη διαχείριση περιπτώσεων που εμπίπτουν στη διάταξη, συνιστάται η συμβουλή εξειδικευμένου ποινικολόγου δικηγόρου που θα μπορέσει να εκτιμήσει τα ιδιαίτερα στοιχεία κάθε υπόθεσης και να παράσχει στοχευμένη νομική συμβουλή.