Κωνσταντίνος Νικ. Τσοβόλας Δικηγόρος Ποινικολόγος | Αθήνα Κ:6932198300

man in black and white plaid dress shirt sitting on chair
man in black and white plaid dress shirt sitting on chair

Απολογία ενώπιον του ανακριτή για κακούργημα (Αναλυτική εκδοχή του άρθρου)

Η απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του ανακριτή, ιδίως σε υποθέσεις κακουργηματικού χαρακτήρα, αποτελεί την κορύφωση της ανακριτικής διαδικασίας και ένα από τα κρισιμότερα στάδια της ποινικής δίκης. Σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), «ο ανακριτής καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί», σηματοδοτώντας την επίσημη έναρξη της άμεσης επικοινωνίας μεταξύ της ανακριτικής αρχής και του φερόμενου ως δράστη.

Σύμφωνα με το άρθρο 306 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), όταν ο ανακριτής θεωρεί ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την κατηγορία, καλεί εγγράφως τον κατηγορούμενο σε απολογία. Η κλήση αυτή πρέπει να είναι σαφής, να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό χαρακτηρισμό τους, και να δίνει στον κατηγορούμενο τουλάχιστον πέντε ημέρες για να προετοιμαστεί. Επιπλέον, όπως προβλέπει το άρθρο 310 ΚΠΔ, η κλήση πρέπει να ενημερώνει τον κατηγορούμενο για τα δικαιώματά του, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα σιωπής και η παρουσία δικηγόρου. Ο ανακριτής οφείλει να υπενθυμίζει στον κατηγορούμενο το δικαίωμά του να μη δώσει απαντήσεις που θα μπορούσαν να τον ενοχοποιήσουν, δηλαδή το δικαίωμα σιωπής. Οι δηλώσεις που δίνονται κατά την απολογία καταγράφονται και χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά μέσα. 

Το άρθρο 241 παρ. 2 ΚΠΔ θεμελιώνει το δικαίωμα σιωπής, προβλέποντας ρητά ότι ο κατηγορούμενος μπορεί «να αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις που είναι δυνατόν να τον ενοχοποιήσουν». Η πρόβλεψη αυτή, σε πλήρη αντιστοιχία με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), διασφαλίζει τον θεμελιώδη κανόνα της μη αυτοενοχοποίησης (nemo tenetur se detegere).

Εξίσου κρίσιμο είναι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 267 ΚΠΔ, όπου αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος «μπορεί να ζητήσει αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας που τον αφορούν». Η δυνατότητα αυτή είναι καθοριστική για την προετοιμασία της απολογίας, ώστε να ασκηθεί αποτελεσματική υπεράσπιση στη βάση των αποδεικτικών στοιχείων.

Το άρθρο 68 παρ. 1 ΚΠΔ κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται με συνήγορο σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, και ιδίως κατά την απολογία του, ενώ η προσφυγή σε νομική υποστήριξη είναι τόσο θεμελιώδες δικαίωμα όσο και ουσιώδης προϋπόθεση για τη δίκαιη αντιμετώπιση του.

Σημαντική εγγύηση αποτελεί το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητήσει προθεσμία για να προετοιμάσει την απολογία του, ώστε να μελετήσει το αποδεικτικό υλικό και να συνεργαστεί επαρκώς με τον δικηγόρο του. Η αίτηση για προθεσμία συνιστά απόλυτα θεμιτό και συνήθη δικονομικό μηχανισμό, ιδίως όταν η δικογραφία είναι ογκώδης ή πολύπλοκη. Εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι κατεπείγοντος (π.χ. παρέλευση ορίου προσωρινής κράτησης), η ανακριτική αρχή υποχρεούται να την χορηγήσει.

Η προετοιμασία για την απολογία είναι ουσιώδης. Ο συνήγορος οφείλει να μελετήσει ενδελεχώς τη δικογραφία, εξετάζοντας όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις, τα τεχνικά πορίσματα και τα σχετικά έγγραφα. Βασιζόμενος στα ευρήματα, συντάσσει απολογητικό υπόμνημα που αναδεικνύει ελαφρυντικά στοιχεία, αμφισβητεί τα βασικά αποδεικτικά στοιχεία και προβάλλει επιχειρήματα υπέρ του κατηγορουμένου. Επίσης, προετοιμάζει τον κατηγορούμενο, προσομοιώνοντας πιθανές ερωτήσεις και συμβουλεύοντάς τον για την ορθή στάση κατά την απολογία, ώστε να αποφευχθούν αντιφάσεις ή παρερμηνείες.

Τέλος, το άρθρο 344 παρ. 1 ΚΠΔ επισημαίνει ότι «η καταδίκη δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στην απολογία του κατηγορουμένου», αποτρέποντας κάθε ενδεχόμενο αυθαίρετης κρίσης και καθιστώντας σαφές ότι η απολογία αποτελεί μεν κρίσιμο, αλλά όχι μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο.

Κατά την απολογία, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να τοποθετηθεί επί των κατηγοριών, να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή των γεγονότων, να αντικρούσει τα επιβαρυντικά στοιχεία και να προσκομίσει υπερασπιστικά στοιχεία, είτε προσωπικώς είτε μέσω του δικηγόρου του.

Σε περιπτώσεις σύλληψης για κακούργημα, ο συλληφθείς πρέπει να προσαχθεί ενώπιον του ανακριτή εντός 24 ωρών, σύμφωνα με το άρθρο 282 του ΚΠΔ. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αυτόφωρη σύλληψη, ο ανακριτής πρέπει να λάβει άμεσα την απολογία χωρίς την προηγούμενη έγγραφη κλήση, όπως ορίζουν τα άρθρα 283 και 292 ΚΠΔ. Η νομολογία του Αρείου Πάγου, όπως στην απόφαση 1434/2024, υπογραμμίζει πως η καθυστέρηση πέραν των 24 ωρών στην προσαγωγή και απολογία σε αυτόφωρο κακούργημα παραβιάζει τα νόμιμα δικαιώματα του συλληφθέντος και καθιστά παράνομη την κράτηση. Επιπλέον, η απόφαση 526/2023 (Ολομ.) τονίζει ότι η μη τήρηση της νόμιμης διαδικασίας κλήσης και απολογίας υπονομεύει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, όπως προστατεύεται και από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που συχνά συνδέονται με την απολογία σε κακουργήματα αφορούν, μεταξύ άλλων, την ανθρωποκτονία (άρθρο 299), την εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187) και τα οικονομικά εγκλήματα (άρθρο 386 και επόμενα). Κατά τη διαδικασία, η σωστή νομική αξιολόγηση και η τεκμηρίωση κάθε επιβαρυντικού ή ελαφρυντικού στοιχείου είναι καθοριστικής σημασίας.

Πιθανά αποτελέσματα της απολογίας

Μετά την ολοκλήρωση της απολογίας, ο ανακριτής δύναται να επιλέξει ένα από τα ακόλουθα μέτρα:

Προσωρινή κράτηση, εάν διαπιστωθεί κίνδυνος φυγής, αλλοίωσης στοιχείων ή επανάληψης αδικήματος (άρθρο 282 § 3 ΚΠΔ).

Επιβολή περιοριστικών όρων (π.χ. εμφάνιση σε αστυνομικό τμήμα, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, καταβολή εγγυοδοσίας), ως εναλλακτική λύση στην προφυλάκιση.

Πλήρης απελευθέρωση χωρίς όρους, όταν δεν συντρέχουν λόγοι διατήρησης περιοριστικών μέτρων.


Η επιλογή του κατάλληλου μέτρου βασίζεται στην αξιολόγηση των περιστάσεων της υπόθεσης, της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, καθώς και στην ύπαρξη ή μη εναλλακτικών εγγυήσεων.

Η νομολογία έχει καταδείξει κοινά λάθη που μπορούν να βλάψουν τον κατηγορούμενο. Για παράδειγμα, η καθυστέρηση στην κλήση ή στην προετοιμασία της απολογίας έχει οδηγήσει σε απορρίψεις αιτήσεων αντικατάστασης προφυλάκισης, όπως στην απόφαση 1434/2024. Επίσης, η διατύπωση ασαφών ή αντιφατικών απαντήσεων κατά την απολογία μπορεί να ερμηνευθεί σε βάρος του κατηγορουμένου, σύμφωνα με την απόφαση 526/2023.


Η διαδικασία της απολογίας, επομένως, δεν είναι μια απλή ακρόαση. Είναι πράξη ουσίας και δικαιωμάτων, θεμέλιο της ανακριτικής διαδικασίας και αποφασιστικός σταθμός για την τύχη του κατηγορουμένου. Η προσεκτική προετοιμασία, η πρόσβαση στη δικογραφία, η παρουσία ικανού δικηγόρου και η αξιοποίηση των νομικών εγγυήσεων συνιστούν τα εχέγγυα για μια απολογία που υπηρετεί το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Συνοψίζοντας, η απολογία στον ανακριτή σε υποθέσεις κακουργημάτων απαιτεί αυστηρή τήρηση των διατάξεων του ΚΠΔ, σωστή εφαρμογή του Ποινικού Κώδικα και συνεπή υποστήριξη από τον ποινικολόγο. Η μεθοδική προετοιμασία, η ενημέρωση για τα δικαιώματα, η ψύχραιμη παρουσία και η γνώση των πιθανών αποτελεσμάτων μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχή αντιμετώπιση της υπόθεσης.

Ζητήστε εξειδικευμένη νομική υποστήριξη για την απολογία σας.