Ηλεκτρονικά αποδεικτικά μέσα στην ανάκριση: νομική προσέγγιση και πρακτική στρατηγική

9/3/2025

Εισαγωγή — η ψηφιακή αλλαγή στη διαδικασία

Η ανάκριση, ως καθοριστική φάση της ποινικής διαδικασίας, συναντά πλέον αναπόφευκτα το ψηφιακό περιβάλλον. Τα ηλεκτρονικά ίχνη — μηνύματα, εικόνες, αρχεία συσκευών, δεδομένα τοποθεσίας και μεταδεδομένα — συχνά αντικαθιστούν ή συμπληρώνουν τα παραδοσιακά αποδεικτικά μέσα. Αυτή η μεταβολή δεν είναι μόνον τεχνική, είναι νομική και διαδικαστική.

Η χρήση ψηφιακών στοιχείων επιβάλλει σοβαρή προσοχή ως προς τη νομιμότητα της συλλογής τους, την τεχνική διασφάλιση της ακεραιότητας τους και την ορθή ερμηνεία τους. Το άρθρο 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που εισήχθη με τον Ν. 4411/2016, ρυθμίζει ειδικά τη χρήση ηλεκτρονικών στοιχείων ως αποδεικτικών μέσων, ενώ η παράλειψη σε κάποιο από τα βασικά στάδια επεξεργασίας μπορεί να αλλοιώσει την αποδεικτική τους αξία.

Ορισμός και περιεχόμενο των ψηφιακών αποδεικτικών μέσων

Με τον όρο «ψηφιακά αποδεικτικά» εννοούμε κάθε ηλεκτρονική πληροφορία που μπορεί να έχει αποδεικτική σημασία: περιεχόμενο μηνυμάτων, logs υπηρεσιών, φωτογραφίες/βίντεο, ιστορικά περιήγησης, δεδομένα τοποθεσίας, αρχεία εφαρμογών και τα σχετικά μεταδεδομένα.

Σύμφωνα με το άρθρο 200Α ΚΠΔ, τα ηλεκτρονικά έγγραφα και αρχεία έχουν την ίδια αποδεικτική ισχύ με τα έντυπα, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις αυθεντικότητας και ακεραιότητας. Τα μεταδεδομένα ειδικότερα — χρόνοι δημιουργίας, τροποποιήσεων, αναγνωριστικά συσκευών — συχνά κρίνονται εξίσου σημαντικά με το ίδιο το περιεχόμενο, γιατί προσδίδουν πλαίσιο και στοιχειοθετούν την αυθεντικότητα των αρχείων.

Αλυσίδα φύλαξης — γιατί κάθε βήμα μετράει

Η αλυσίδα φύλαξης (chain of custody) αποτελεί τον νευραλγικό κρίκο της αξιοπιστίας ψηφιακών αποδεικτικών. Από τη στιγμή της κατάσχεσης μιας συσκευής ή της αίτησης προς πάροχο υπηρεσίας, πρέπει να είναι σαφές ποιος διενέργησε την ενέργεια, πότε, με ποια τεχνικά μέσα και υπό ποιο νομικό έρεισμα.

Το άρθρο 254 ΚΠΔ απαιτεί τη συνταγή λεπτομερούς πρακτικού κατάσχεσης, ενώ κενά ή ασάφειες στην τεκμηρίωση υπονομεύουν την αξιοπιστία. Όταν δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα αρχείο παρέμεινε αμετάβλητο από την κατάσχεση έως την παρουσίασή του ως αποδεικτικό στοιχείο, η υπεράσπιση έχει εύλογο λόγο να αμφισβητήσει τη χρήση του ως τεκμήριο.

Forensic imaging και τεχνική τεκμηρίωση

Η τεχνική αποτύπωση (forensic imaging) μιας ψηφιακής συσκευής — δηλαδή η λήψη ενός bit-for-bit αντιγράφου που διατηρεί την αρχική δομή και τα μεταδεδομένα — αποτελεί το χρυσό πρότυπο στη διασφάλιση ψηφιακών αποδεικτικών. Αυτή η διαδικασία εξασφαλίζει ότι η περαιτέρω ανάλυση δεν τροποποιεί την αρχική πληροφορία και παράγει ένα cryptographic hash που επιτρέπει την επαλήθευση της ακεραιότητας.

Η απλή αντιγραφή αρχείων ή η χειροκίνητη ανάγνωση χωρίς τεκμηριωμένη αποτύπωση δεν παρέχουν το ίδιο επίπεδο ασφάλειας και είναι εκτεθειμένες σε επικρίσεις. Η ανακριτική διαδικασία οφείλει να περιλαμβάνει σαφή αναφορά στα τεχνικά βήματα που πραγματοποιήθηκαν, στα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν και στους ελέγχους ακεραιότητας που διενεργήθηκαν.

Νομιμότητα πρόσβασης — Δικαστικές απαιτήσεις και περιορισμοί

Η πρόσβαση σε επικοινωνίες τρίτων, το άνοιγμα κλειδωμένων συσκευών ή η ανάκτηση περιεχομένου από παρόχους υπηρεσιών συχνά απαιτεί συγκεκριμένες νομικές ενέργειες. Σύμφωνα με το άρθρο 253Α ΚΠΔ, η άρση του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου απαιτεί προηγούμενη έγκριση του συμβουλίου εφετών, εκτός από περιπτώσεις κατεπείγοντος.

Για τις υποθέσεις κακουργημάτων που τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των πέντε ετών, προβλέπεται η δυνατότητα παρακολούθησης ηλεκτρονικών επικοινωνιών βάσει του άρθρου 253Α ΚΠΔ. Η νομιμότητα της ενέργειας καθορίζει, όχι μόνο αν επιτρέπεται εξ αρχής η κατάσχεση, αλλά και την περαιτέρω αξιοποίηση των δεδομένων.

Η ύπαρξη δικαστικής απόφασης δεν αποκλείει αναλυτική συζήτηση για το κατά πόσον τηρήθηκαν οι νόμιμες εγγυήσεις στην πράξη, ιδίως όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 9 παρ. 2 του Συντάγματος.

Δικαίωμα υπεράσπισης και πρακτικές αντιδράσεις

Το άρθρο 103 ΚΠΔ κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου στη μελέτη της δικογραφίας, το οποίο επεκτείνεται και στα ψηφιακά αποδεικτικά στοιχεία. Η υπεράσπιση δεν περιορίζεται σε γενικές ενστάσεις, αλλά πρέπει άμεσα να ζητήσει:

- Πλήρη τεκμηρίωση της διαδικασίας απόκτησης δεδομένων.

- Αντίγραφα των κατασχεθέντων forensic images.

- Λεπτομερή στοιχεία για τα τεχνικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν.

- Πιστοποιητικά hash values για επαλήθευση ακεραιότητας.

Σύμφωνα με το άρθρο 177 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει τη διενέργεια ανεξάρτητης πραγματογνωμοσύνης. Ο συνδυασμός νομικής και τεχνικής παρέμβασης — δηλαδή η παράλληλη χρήση αιτήσεων/ενδίκων μέσων και η ενεργοποίηση πραγματογνώμονα ψηφιακής εγκληματολογίας — συνιστά την ενδεδειγμένη προσέγγιση.

Διασυνοριακά δεδομένα και διεθνής συνεργασία

Δεν είναι ασυνήθιστο κρίσιμες πληροφορίες να φιλοξενούνται σε διακομιστές στο εξωτερικό. Η απόκτηση τέτοιων δεδομένων υπακούει σε διεθνείς διαδικασίες που διέπονται από το άρθρο 458 ΚΠΔ και τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, όπως η Σύμβαση της Βουδαπέστης για το Κυβερνοέγκλημα.

Οι διαδικασίες αυτές διαφέρουν ως προς το χρόνο και τη μορφή, ενώ συχνά απαιτείται η αρχή της διπλής απαξίας (dual criminality). Ο τρόπος εκτέλεσης ενός διασυνοριακού αιτήματος, τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται και οι εγγυήσεις που προσφέρει η ξένη αρχή είναι στοιχεία που η υπεράσπιση πρέπει να αξιολογεί προσεκτικά, καθώς ενδέχεται να δημιουργούν βάσιμο λόγο αμφισβήτησης της αξιοπιστίας ή της νομιμότητας.

Ερμηνεία και αξιολόγηση: τι σημαίνει «αυθεντικό» και τι «σχετικό»

Η αξιοπιστία ενός ψηφιακού αρχείου δεν εξαντλείται στην τεχνική του αυθεντικότητα. Ακόμη και αν ένα αρχείο είναι ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου, η αποδεικτική του αξία εξαρτάται από τη συνάφεια και το πλαίσιο: πότε δημιουργήθηκε, ποιος το απέστειλε, ποιος το έλαβε και σε ποιο συμφραζόμενο περιβάλλον.

Σύμφωνα με το άρθρο 339 ΚΠΔ, το δικαστήριο αξιολογεί ελεύθερα τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά η αξιολόγηση αυτή πρέπει να είναι τεκμηριωμένη και λογική.

Η υπεράσπιση καλείται να διατυπώσει τεκμηριωμένες αμφισβητήσεις είτε για την προέλευση είτε για την ερμηνεία του περιεχομένου, επισημαίνοντας πιθανές αντιφάσεις ή εναλλακτικές ερμηνείες των ψηφιακών στοιχείων.

Συνταγματικές εγγυήσεις και η σχέση με τα ψηφιακά δεδομένα

Η χρήση ψηφιακών αποδεικτικών συχνά συναντά τα όρια των συνταγματικών εγγυήσεων, ιδίως του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 9Α Σ.) και στη δίκαιη δίκη (άρθρο 20 παρ. 1 Σ.). Το άρθρο 19 του Συντάγματος προστατεύει το απόρρητο των επικοινωνιών, ενώ το άρθρο 9Α κατοχυρώνει την προστασία προσωπικών δεδομένων.

Η δικαστική προσέγγιση πρέπει να ισορροπεί μεταξύ της αναγκαιότητας συλλογής αποδεικτικών και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας. Η υπεράσπιση μπορεί και οφείλει να επισημαίνει υπερβάσεις, ελλείψεις στη δικαστική δεοντολογία ή αδικαιολόγητες παρεμβάσεις στην ιδιωτικότητα, επικαλούμενη το άρθρο 177 ΚΠΔ για τον αποκλεισμό παράνομα αποκτηθέντων αποδεικτικών στοιχείων.

Στρατηγική υπεράσπισης: συγκεκριμένα βήματα

Στην πράξη, η υπεράσπιση πρέπει να κινηθεί μεθοδικά:

Πρώτον, να εξασφαλίσει γραπτές πληροφορίες για κάθε ανακριτική ενέργεια που αφορά ψηφιακά στοιχεία, βάσει του δικαιώματος ενημέρωσης που προβλέπει το άρθρο 103 ΚΠΔ.

Δεύτερον, να υποβάλει άμεσα εντολές διατήρησης προς παρόχους όταν υπάρχει κίνδυνος απώλειας δεδομένων που μπορεί να είναι χρήσιμα για την υπεράσπιση.

Τρίτον, να προγραμματίσει την πραγματογνωμοσύνη ώστε να υπάρξει ανεξάρτητη τεχνική αξιολόγηση πριν από κρίσιμες προθεσμίες, σύμφωνα με το άρθρο 196 ΚΠΔ.

Τέλος, να εκτιμήσει σε κάθε στάδιο αν αξίζει η άσκηση ένδικων μέσων για αποκλεισμό ή απόρριψη στοιχείων, βάσει κόστους, χρόνου και ουσιαστικής επίπτωσης στην υπόθεση.

Πρακτικά παραδείγματα εφαρμογής στρατηγικής

Η νομολογία έχει καταδείξει ότι η επίκληση αμφισβήτησης για τη νομιμότητα απόκτησης δεδομένων μπορεί να οδηγήσει σε αποκλεισμό των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων. Χαρακτηριστικά, στην απόφαση ΑΠ 1456/2020, το δικαστήριο απέκλεισε μηνύματα που είχαν αποκτηθεί χωρίς τη νόμιμη δικαστική έγκριση.

Σε άλλες περιπτώσεις, η έγκαιρη τεχνική διερεύνηση αποκάλυψε ότι μεταδεδομένα δεν συμφωνούσαν με την επικρατούσα ερμηνεία, αποδομώντας έτσι το αποδεικτικό βάρος ενός μηνύματος. Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι η συντονισμένη νομικοτεχνική προσέγγιση συχνά αποφέρει αποτελέσματα που δεν προκύπτουν από απλή αμφισβήτηση.

Ιδιαίτερα αποτελεσματική αποδεικνύεται η στρατηγική αμφισβήτησης της συνέχειας της αλυσίδας φύλαξης, όταν υπάρχουν κενά στην τεκμηρίωση ή ασάφειες στη διαδικασία μεταφοράς και ανάλυσης των δεδομένων.

Ο ρόλος του δικηγόρου στην ψηφιακή ανάκριση

Ο σύγχρονος ποινικολόγος δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικές νομικές παρατηρήσεις: πρέπει να κατανοεί τα βασικά τεχνικά σημεία της ψηφιακής εγκληματολογίας, να επικοινωνεί αποτελεσματικά με πραγματογνώμονες και να μεταφράζει το τεχνικό υλικό σε νομικά επιχειρήματα.

Η συνεχής εκπαίδευση σε θέματα ψηφιακής τεχνολογίας και κυβερνοεγκληματολογίας γίνεται αναπόσπαστο μέρος της επαγγελματικής ανάπτυξης. Η νομική εκπροσώπηση στο στάδιο της ανάκρισης αποκτά έτσι πολλαπλή διάσταση: διαδικαστική, τεχνική και στρατηγική.

Επιπλέον, ο δικηγόρος οφείλει να είναι ενήμερος για τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό δίκαιο, ιδίως τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR) και τις επιπτώσεις του στη συλλογή και επεξεργασία ψηφιακών αποδεικτικών μέσων.

Τελικές παρατηρήσεις και ισορροπία λόγων

Η ψηφιακή πληροφορία είναι ισχυρή αλλά ευαίσθητη. Η υπεράσπιση δεν έχει να φοβηθεί μια τεχνολογική υπεροχή εάν οργανώσει σωστά την ανταπάντηση: τεκμηριωμένες αιτήσεις, ανεξάρτητες πραγματογνωμοσύνες και σωστή αξιολόγηση κόστους-οφέλους.

Παράλληλα, η ανακριτική αρχή οφείλει να τηρεί στο ακέραιο τις εγγυήσεις που η δικονομία και το Σύνταγμα απαιτούν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία της διαδικασίας και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Η εξισορρόπηση μεταξύ της αποτελεσματικής καταπολέμησης του εγκλήματος και της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση του 21ου αιώνα στο ποινικό δίκαιο. Η ορθή αντιμετώπιση των ψηφιακών αποδεικτικών συμβάλλει καθοριστικά σε αυτή την εξισορρόπηση.

Έλεγχος Ψηφιακών Αποδεικτικών — Forensic checklist για τον συνήγορο

1. Καταγραφή συμβάντος:

Σημειώστε με ακρίβεια ποιος ενημέρωσε για την ύπαρξη ψηφιακών δεδομένων και πότε ξεκίνησε η διαδικασία.

2. Αίτημα διατήρησης (preservation order):

Αποστείλετε άμεσα αίτημα προς τους παρόχους για διατήρηση logs, μηνυμάτων ή αντιγράφων ασφαλείας.

3. Έγγραφη τεκμηρίωση κατάσχεσης:

Εξασφαλίστε πρακτικά κατάσχεσης και λεπτομερή περιγραφή των τεχνικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν.

4. Forensic imaging:

Ζητήστε την ύπαρξη ή την πρόσβαση σε bit-for-bit αντίγραφα των κατασχεθέντων μέσων με επαλήθευση hash values.

5. Αλυσίδα φύλαξης (chain of custody):

Τεκμηριώστε πλήρως κάθε μετακίνηση ή πρόσβαση στα ψηφιακά δεδομένα, με ονόματα, ημερομηνίες και σκοπό.

6. Ανεξάρτητη πραγματογνωμοσύνη:

Διορίστε εξειδικευμένο τεχνικό σύμβουλο ψηφιακής εγκληματολογίας σε πρώιμο στάδιο.

7. Έλεγχος μεταδεδομένων:

Επιμείνετε στην ανάλυση χρόνων, τροποποιήσεων και προέλευσης αρχείων.

8. Διεθνή δεδομένα:

Ερευνήστε τη νομική οδό πρόσβασης σε servers/παρόχους εξωτερικού και τις συνέπειες στη δικογραφία.

9. Έγγραφες αιτήσεις για τεχνικές λεπτομέρειες:

Ζητήστε αναλυτική περιγραφή εργαλείων και μεθόδων που χρησιμοποίησαν οι αρχές.

10. Στρατηγική απόφασης:

Αξιολογήστε το όφελος ή την επιβάρυνση από ένσταση/ένδικο μέσο για αποκλεισμό στοιχείων, λαμβάνοντας υπόψη τις προθεσμίες του άρθρου 308 ΚΠΔ.