Κωνσταντίνος Νικ. Τσοβόλας Δικηγόρος Ποινικολόγος | Αθήνα Κ:6932198300

Εκβιασμός και απειλές στα social media: Νομική προστασία και δικαιώματα

9/16/2025

Νομοθετικό πλαίσιο και ποινικές διατάξεις

Η εξέλιξη του εκβιασμού στην ψηφιακή εποχή

Ο εκβιασμός, ως παραδοσιακό ποινικό αδίκημα, έχει υποστεί ριζική μεταμόρφωση στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης. Οι σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας και οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργήσει νέα περιβάλλοντα όπου οι παραδοσιακές μορφές εκβιασμού εξελίσσονται σε πολύπλοκα φαινόμενα με διασταυρούμενες νομικές, τεχνολογικές και ψυχοκοινωνικές διαστάσεις.

Σύμφωνα με τα άρθρα 385 και 386 του Ποινικού Κώδικα, ο εκβιασμός ορίζεται ως η αξιόποινη πράξη κατά την οποία ο δράστης, με σκοπό να αποκομίσει για τον εαυτό του ή για τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με απειλή ή βία να διενεργήσει πράξη που βλάπτει τη περιουσία του ή τρίτου. Στο ψηφιακό περιβάλλον, αυτός ο ορισμός αποκτά νέες διαστάσεις, καθώς το "παράνομο περιουσιακό όφελος" μπορεί να περιλαμβάνει όχι μόνο χρηματικά ποσά, αλλά και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία, προσωπικά δεδομένα, ή ακόμη και άυλα αγαθά όπως η φήμη και η κοινωνική θέση.

Οι πλατφόρμες social media όπως το Facebook, Instagram, Twitter, TikTok, Snapchat και WhatsApp έχουν καταστεί τα κύρια όχημα για τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων. Οι ιδιαιτερότητες αυτών των πλατφορμών, όπως η δυνατότητα ανώνυμης επικοινωνίας, η ταχύτητα διάδοσης πληροφοριών, η παραμονή ψηφιακών ιχνών, και η δυνατότητα μαζικής αποστολής μηνυμάτων, δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου ο εκβιασμός μπορεί να λάβει πρωτόγνωρες μορφές και διαστάσεις.

Το φαινόμενο του "sextortion" αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης αυτής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο δράστης απειλεί το θύμα με τη δημοσίευση ιντίμων φωτογραφιών ή βίντεο, τα οποία έχει αποκτήσει είτε μέσω προηγούμενης σχέσης είτε μέσω παραβίασης των προσωπικών του λογαριασμών. Η απειλή αυτή χρησιμοποιείται για την εξαναγκασμό του θύματος σε παροχή χρηματικών ποσών, σε περαιτέρω σεξουαλικές συμπεριφορές, ή σε άλλες ενέργειες που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του δράστη.

Η διάκριση μεταξύ απλού εκβιασμού (πλημμέλημα) και επικίνδυνου εκβιασμού (κακούργημα) αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο ψηφιακό περιβάλλον. Σύμφωνα με το άρθρο 386 ΠΚ, ο εκβιασμός θεωρείται επικίνδυνος όταν διαπράττεται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα, όταν ο δράστης κατά συνήθεια διαπράττει παρόμοια εγκλήματα, όταν χρησιμοποιεί απειλή για φόνο ή βαριά σωματική βλάβη, ή όταν το αποκομιζόμενο όφελος είναι μεγάλης αξίας. Στο διαδικτυακό περιβάλλον, αυτές οι προϋποθέσεις μπορούν να πληρούνται με νέους τρόπους, όπως η συμμετοχή σε οργανωμένα δίκτυα διαδικτυακής εγκληματικότητας ή η χρήση απειλών που αφορούν τη φυσική ακεραιότητα του θύματος ή των οικείων του προσώπων.

Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι περιπτώσεις revenge porn, όπου ο δράστης απειλεί με τη δημοσίευση αυστηρά προσωπικού υλικού χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος. Αυτές οι περιπτώσεις καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 370Δ ΠΚ και μπορούν να συνιστούν τόσο αυτοτελές αδίκημα όσο και μέσο διάπραξης εκβιασμού, με αντίστοιχη αύξηση της ποινικής ευθύνης του δράστη.

Η διάκριση μεταξύ απλού εκβιασμού (πλημμέλημα) και επικίνδυνου εκβιασμού (κακούργημα) αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο ψηφιακό περιβάλλον. Σύμφωνα με το άρθρο 386 ΠΚ, ο εκβιασμός θεωρείται επικίνδυνος όταν διαπράττεται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα, όταν ο δράστης κατά συνήθεια διαπράττει παρόμοια εγκλήματα, όταν χρησιμοποιεί απειλή για φόνο ή βαριά σωματική βλάβη, ή όταν το αποκομιζόμενο όφελος είναι μεγάλης αξίας. Στο διαδικτυακό περιβάλλον, αυτές οι προϋποθέσεις μπορούν να πληρούνται με νέους τρόπους, όπως η συμμετοχή σε οργανωμένα δίκτυα διαδικτυακής εγκληματικότητας ή η χρήση απειλών που αφορούν τη φυσική ακεραιότητα του θύματος ή των οικείων του προσώπων.

Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι περιπτώσεις revenge porn, όπου ο δράστης απειλεί με τη δημοσίευση αυστηρά προσωπικού υλικού χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος. Αυτές οι περιπτώσεις καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 370Δ ΠΚ και μπορούν να συνιστούν τόσο αυτοτελές αδίκημα όσο και μέσο διάπραξης εκβιασμού, με αντίστοιχη αύξηση της ποινικής ευθύνης του δράστη.

Ψηφιακά αποδεικτικά στοιχεία και προκλήσεις απόδειξης

Η απόδειξη των ψηφιακών εγκλημάτων παρουσιάζει μοναδικές προκλήσεις που απαιτούν εξειδικευμένη προσέγγιση από τις διωκτικές αρχές και τους νομικούς. Τα ψηφιακά αποδεικτικά στοιχεία χαρακτηρίζονται από ευθραυστότητα, δυνατότητα εύκολης παραποίησης, εξάρτηση από τεχνολογικά συστήματα για την ανάκτηση και ερμηνεία τους, και πολυπλοκότητα στην παρουσίαση και κατανόησή τους από μη εξειδικευμένο κοινό.

Η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, ως εξειδικευμένη υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, διαθέτει τα απαραίτητα τεχνικά μέσα και την εμπειρία για τη διερεύνηση τέτοιων υποθέσεων. Η συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς όπως η Europol και η Interpol, καθώς και με ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας, είναι συχνά αναγκαία για την ανάκτηση στοιχείων που βρίσκονται εκτός των εθνικών συνόρων.

Ο χρόνος αποτελεί κρίσιμο παράγοντα στη συλλογή ψηφιακών αποδεικτικών. Πολλές πλατφόρμες social media διατηρούν δεδομένα για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ οι δράστες μπορούν εύκολα να διαγράψουν στοιχεία ή να χρησιμοποιήσουν τεχνολογίες ανωνυμοποίησης. Η άμεση ενέργεια για την ασφάλιση των στοιχείων αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχή διερεύνηση της υπόθεσης.

Η αλυσίδα φύλαξης των ψηφιακών αποδεικτικών πρέπει να τηρείται με απόλυτη ακρίβεια, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποδοχή τους στο δικαστήριο. Αυτό περιλαμβάνει την κρυπτογραφική υπογραφή των αρχείων, την τήρηση λεπτομερούς αρχείου των προσώπων που είχαν πρόσβαση στα στοιχεία, και τη χρήση εγκεκριμένων εργαλείων και μεθόδων για την εξαγωγή και ανάλυση των δεδομένων.

Δικαιώματα και προστασία θυμάτων

Η προστασία των θυμάτων ψηφιακού εκβιασμού αποτελεί προτεραιότητα του σύγχρονου ποινικού δικαίου και απαιτεί ολοκληρωμένη προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες αυτής της μορφής εγκληματικότητας. Τα θύματα διαδικτυακού εκβιασμού αντιμετωπίζουν μοναδικές προκλήσεις που δεν υπάρχουν στις παραδοσιακές μορφές εγκληματικότητας, όπως η δυνατότητα συνεχούς παρενόχλησης μέσω διαφορετικών πλατφορμών, η ανωνυμία των δραστών, και ο κίνδυνος ταχείας και ευρείας διάδοσης προσωπικών πληροφοριών.

Το δικαίωμα στην πληροφόρηση αποκτά ιδιαίτερη διάσταση στις υποθέσεις ψηφιακού εκβιασμού. Τα θύματα πρέπει να ενημερώνονται όχι μόνο για τα βασικά τους δικαιώματα και τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν, αλλά και για τα τεχνικά μέσα που διατίθενται για την προστασία τους, όπως οι δυνατότητες άμεσης αναφοράς περιεχομένου στις πλατφόρμες, οι τεχνολογίες φραγής επικοινωνίας, και τα εργαλεία αυξημένης ασφάλειας των προσωπικών τους λογαριασμών.

Το δικαίωμα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων αποκτά κεντρικό ρόλο, καθώς ο ψηφιακός εκβιασμός συχνά στρέφεται ακριβώς κατά αυτών των αγαθών. Η εφαρμογή του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (GDPR) παρέχει στα θύματα σημαντικά εργαλεία, όπως το δικαίωμα στη διαγραφή (right to be forgotten), το δικαίωμα στον περιορισμό της επεξεργασίας, και το δικαίωμα στην αντίρρηση για τη χρήση των προσωπικών τους στοιχείων.

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην προστασία ανήλικων θυμάτων, οι οποίοι εμφανίζουν αυξημένη ευπάθεια στις ψηφιακές απειλές. Οι ειδικές διατάξεις για την προστασία ανηλίκων, όπως προβλέπονται στον νόμο 4619/2019 και σε συνδυασμό με τις διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα του παιδιού, δημιουργούν ένα ενισχυμένο πλαίσιο προστασίας που περιλαμβάνει ειδικές διαδικασίες λήψης καταθέσεων, προστασία από δευτερογενή θυματοποίηση, και προνομιακή μεταχείριση κατά την εκδίκαση των υποθέσεων

Πρακτικές διαδικασίες και στρατηγικές υπεράσπισης

Διαδικασίες καταγγελίας και αντιμετώπισης περιστατικών

Η διαδικασία καταγγελίας περιστατικών ψηφιακού εκβιασμού απαιτεί συντονισμένη προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη τόσο τις άμεσες ανάγκες προστασίας του θύματος όσο και τις απαιτήσεις της ποινικής διερεύνησης. Η άμεση ενημέρωση των αρμόδιων αρχών αποτελεί προτεραιότητα, αλλά εξίσου σημαντική είναι η προετοιμασία και η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων με τρόπο που να διασφαλίζει την αποδοχή τους στη δικαστική διαδικασία.

Το θύμα μπορεί να προσφύγει σε πολλαπλά κανάλια για την υποβολή καταγγελίας. Η ελληνική αστυνομία, μέσω της δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος, διαθέτει εξειδικευμένες υπηρεσίες που λειτουργούν εικοσιτετράωρα και μπορούν να αντιμετωπίσουν άμεσα περιστατικά ψηφιακής εγκληματικότητας. Η πλατφόρμα safeline.gr του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας παρέχει επιπλέον κανάλι επικοινωνίας και συμβουλευτικών υπηρεσιών, ιδιαίτερα για περιπτώσεις που αφορούν ανήλικα θύματα.

Η συνεργασία με τις πλατφόρμες social media αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της διαδικασίας. Οι μεγάλες πλατφόρμες όπως Meta (Facebook, Instagram), Twitter, TikTok, και Snapchat διαθέτουν εξειδικευμένες ομάδες που χειρίζονται αναφορές για παραβίαση των όρων χρήσης και για παράνομες δραστηριότητες. Η άμεση αναφορά του περιστατικού στην αντίστοιχη πλατφόρμα μπορεί να οδηγήσει σε ταχεία απομάκρυνση παράνομου περιεχομένου και σε αναστολή των λογαριασμών των δραστών.

Η τεκμηρίωση των αποδεικτικών στοιχείων απαιτεί μεθοδικότητα και τεχνική ακρίβεια. Τα screenshots πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες χρονοσήμανσης, τα URLs των σελίδων, και τα usernames των λογαριασμών που εμπλέκονται. Η χρήση εργαλείων όπως το Wayback Machine για την αρχειοθέτηση διαδικτυακού περιεχομένου, η κρυπτογραφική υπογραφή αρχείων, και η συνεργασία με ειδικούς στην ψηφιακή εγκληματολογία μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων.

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην αντιμετώπιση περιστατικών που περιλαμβάνουν διεθνή στοιχεία. Όταν οι δράστες βρίσκονται σε άλλες χώρες ή όταν οι διακομιστές των πλατφορμών εδρεύουν στο εξωτερικό, η διαδικασία περιπλέκεται και απαιτεί διεθνή δικαστική συνεργασία. Οι Συνθήκες Αμοιβαίας Δικαστικής Συνδρομής σε Ποινικές Υποθέσεις, η Σύμβαση της Βουδαπέστης για το Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο, και οι διμερείς συμφωνίες με άλλες χώρες παρέχουν το νομικό πλαίσιο για τέτοιες διαδικασίες.

Στρατηγικές υπεράσπισης κατηγορουμένων

Η υπεράσπιση σε υποθέσεις ψηφιακού εκβιασμού παρουσιάζει μοναδικές προκλήσεις που απαιτούν βαθιά γνώση τόσο του ποινικού δικαίου όσο και των τεχνολογικών πτυχών της διαδικτυακής επικοινωνίας. Ο συνήγορος υπεράσπισης πρέπει να αναπτύξει ολοκληρωμένη στρατηγική που να λαμβάνει υπόψη την πολυπλοκότητα των ψηφιακών αποδεικτικών στοιχείων και τις ιδιαιτερότητες της διαδικτυακής επικοινωνίας.

Η εξέταση της νομιμότητας της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί πρωταρχικό μέλημα της υπεράσπισης. Οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχετικά με την παρακολούθηση επικοινωνιών, την κατάσχεση ηλεκτρονικών δεδομένων, και τη διερεύνηση ηλεκτρονικών συστημάτων θέτουν αυστηρούς κανόνες που πρέπει να τηρηθούν από τις διωκτικές αρχές. Η παραβίαση αυτών των κανόνων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων από τη δικαστική διαδικασία.

Η αμφισβήτηση της γνησιότητας των ψηφιακών αποδεικτικών αποτελεί σημαντικό άξονα υπεράσπισης. Τα ψηφιακά δεδομένα μπορούν εύκολα να παραποιηθούν, να αλλοιωθούν, ή να παρερμηνευθούν. Η εξέταση των metadata, η ανάλυση της αλυσίδας κατοχής, η επαλήθευση των χρονοσφραγίδων, και η τεχνική εξέταση των συσκευών και λογισμικών που χρησιμοποιήθηκαν μπορούν να αποκαλύψουν ανακρίβειες ή παραλείψεις που υπονομεύουν την αξιοπιστία των κατηγοριών.

Η ανάλυση του περιεχομένου των μηνυμάτων και των επικοινωνιών απαιτεί προσεκτική εξέταση του πλαισίου, του τόνου, και των προθέσεων που εκφράζονται. Σε πολλές περιπτώσεις, μηνύματα που εκ πρώτης όψεως φαίνονται απειλητικά μπορεί να ερμηνεύονται διαφορετικά όταν εξετάζονται στο ευρύτερο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ των εμπλεκομένων, της προηγούμενης αλληλογραφίας, ή της κοινωνικής και πολιτισμικής συνάφειας.

Η υπεράσπιση λόγω έλλειψης πρόθεσης ή λόγω παρανόησης αποτελεί συχνή στρατηγική σε υποθέσεις ψηφιακού εκβιασμού. Η φύση της διαδικτυακής επικοινωνίας, που χαρακτηρίζεται από την απουσία μη λεκτικών στοιχείων επικοινωνίας, τη χρήση συντομογραφιών και emoji, και την ταχύτητα ανταλλαγής μηνυμάτων, μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνείες και παρανοήσεις που δεν συνιστούν εγκληματικές πράξεις.

Ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις και υποστηρικτικές υπηρεσίες

Οι ψυχολογικές συνέπειες του ψηφιακού εκβιασμού είναι συχνά πιο σοβαρές και μακροχρόνιες από εκείνες των παραδοσιακών μορφών εγκληματικότητας. Η διαρκής φύση της διαδικτυακής παρουσίας, η δυνατότητα ανώνυμης επανάληψης των επιθέσεων, και ο κίνδυνος ευρείας διάδοσης προσωπικών πληροφοριών δημιουργούν ένα κλίμα χρόνιου άγχους και φόβου που μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την ποιότητα ζωής των θυμάτων.

Τα θύματα ψηφιακού εκβιασμού συχνά αναπτύσσουν συμπτώματα που μοιάζουν με εκείνα της Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες (PTSD), συμπεριλαμβανομένων των εφιαλτών, των επαναλαμβανόμενων σκέψεων για το τραυματικό γεγονός, της αποφυγής διαδικτυακών δραστηριοτήτων, και της υπερεγρήγορσης όταν λαμβάνουν ειδοποιήσεις από τις πλατφόρμες social media.

Η κοινωνική απομόνωση αποτελεί συχνή συνέπεια, καθώς τα θύματα τείνουν να αποφεύγουν τις διαδικτυακές πλατφόρμες που αποτελούσαν μέρος της καθημερινής τους ζωής και των κοινωνικών τους σχέσεων. Αυτή η απομόνωση επιτείνεται από το αίσθημα ντροπής και ενοχής που συχνά βιώνουν τα θύματα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου ο εκβιασμός αφορά ευαίσθητα προσωπικό υλικό ή προσωπικές πληροφορίες που το ίδιο το θύμα είχε μοιραστεί σε κλίμα εμπιστοσύνης.

Οι υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης και συμβουλευτικής παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάκαμψη των θυμάτων. Ο Σύλλογος "Χαμόγελο του Παιδιού", το Κέντρο Έρευνας για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ), και άλλοι εξειδικευμένοι οργανισμοί παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες που περιλαμβάνουν τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας, ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία, και προγράμματα αποκατάστασης της αυτοεκτίμησης και των κοινωνικών δεξιοτήτων.

Επίλογος

Ο εκβιασμός και οι απειλές μέσω social media αποτελούν σύνθετο φαινόμενο που απαιτεί ολιστική προσέγγιση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Η επιτυχής αντιμετώπιση του εξαρτάται από τη στενή συνεργασία μεταξύ των διωκτικών αρχών, των πλατφορμών τεχνολογίας, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των οργανισμών πολιτικής κοινωνίας, και των επαγγελματιών υγείας και δικαιοσύνης.

Η νομική προστασία πρέπει να συνδυάζει τη στοχευμένη ποινική δίωξη των δραστών με την ολοκληρωμένη υποστήριξη των θυμάτων. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο τη διασφάλιση της αποζημίωσης και της αποκατάστασης της φήμης, αλλά και την παροχή ψυχολογικής και κοινωνικής υποστήριξης που θα επιτρέψει στα θύματα να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους στο ψηφιακό περιβάλλον και να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τα οφέλη της τεχνολογίας.